ακανθοφόρος

ακανθοφόρος
-ο(ν) (Α ἀκανθοφόρος)
1. (για ζώα και φυτά) αυτός που έχει επάνω του αγκάθια
«ἀκανθοφόρος ἐχῑνος» (Νόννος, Δίον. 13, 421)
2. (αγρός) όπου φυτρώνουν αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. ακανθοφορώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκανθοφόρος — producing thorns masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακανθοφόρος — α, ο αυτός που έχει αγκάθια: Αρκετά φυτά είναι ακανθοφόρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκανθοφόρον — ἀκανθοφόρος producing thorns masc/fem acc sg ἀκανθοφόρος producing thorns neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοφόροι — ἀκανθοφόρος producing thorns masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοφόροις — ἀκανθοφόρος producing thorns masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοφόροισιν — ἀκανθοφόρος producing thorns masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοφόρους — ἀκανθοφόρος producing thorns masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοφόρων — ἀκανθοφόρος producing thorns masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοφόρῳ — ἀκανθοφόρος producing thorns masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”